κόπανο — κόπανο, το και κόπανος, ο 1. όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, γουδοχέρι. 2. το ξύλο με το οποίο κοπανίζουν τα ρούχα της μπουγάδας για να καθαρίσουν. 3. το πισινό μέρος του κοντακίου των όπλων, υποκόπανος. 4. άνθρωπος κουτός και άξεστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακοπάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
ξυλοκοπανίζω — ξυλοκοπάνισα 1. χτυπώ με ξύλινο κόπανο. 2. μτφ., ξυλοκοπώ, δέρνω με ξύλινο κόπανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουδοχέρι — και γουδόχερο, το 1. κόπανος τού γουδιού 2. φρ. α. «το γουδί, το γουδοχέρι» τα ίδια και τα ίδια β. «το γουδί, το γουδοχέρι με τον κόπανο στο χέρι» λέγεται γι αυτούς που επιμένουν σε παράλογα ή επαναλαμβάνουν τα ίδια … Dictionary of Greek
καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… … Dictionary of Greek
κοπανίζω — (ΑM κοπανίζω) [κόπανον] χτυπώ με τον κόπανο νεοελλ. φρ. «κοπανίζω αέρα» αερολογώ ή κάνω ανόητες πράξεις νεοελλ. μσν. 1. χτυπώ κάτι στο γουδί και τό συντρίβω, λειανίζω, στουμπίζω, κατακερματίζω, θρυμματίζω («κοπάνισε καλά τα καρύδια») 2. χτυπώ… … Dictionary of Greek
κοπανιά — η (Μ κοπανιά) 1. πλήγμα, χτύπημα με κόπανο 2. τραύμα από χτύπημα 3. φορά 4. (ειδ. για ποτό) γουλιά, ρουφηξιά 5. (ως επίρρ.) α) μια στιγμή, για μια στιγμή β) μια για πάντα, μια και καλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπανον + κατάλ. ιά (πρβλ. κλοτσ ιά σφυρ ιά)] … Dictionary of Greek
κοπανιστός — ή, ό (ΑM κοπανιστός, ή, όν) [κοπανίζω] 1. κοπανισμένος, παρασκευασμένος με κόπανο, με κοπάνισμα 2. χτυπημένος στο γουδί, συντριμμένος, κονιορτοποιημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η κοπανιστή είδος μαλακού τυριού με πιπεράτη γεύση 2. φρ. «αέρας… … Dictionary of Greek
κοπανώ — άω [κόπανος] 1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω 3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού τό… … Dictionary of Greek